ἀπολίνωσις

ἀπολίνωσις
ἀπολῐν-ωσις, εως, ,
A operation by ligature, ibid.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀπολινώσει — ἀπολίνωσις operation by ligature fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀπολινώσεϊ , ἀπολίνωσις operation by ligature fem dat sg (epic) ἀπολίνωσις operation by ligature fem dat sg (attic ionic) ἀπολινόω tie up with a thread aor subj act 3rd sg (epic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολίνωσιν — ἀπολίνωσις operation by ligature fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απολίνωση — Το δέσιμο αιμοφόρου αγγείου με σκοπό τη διακοπή της ροής του αίματος. Η α. γίνεται σε περιπτώσεις αιμορραγίας, για τη θεραπεία ανευρυσμάτων και για την αναίμακτη διαίρεση τμημάτων των ιστών. Το νήμα που χρησιμοποιείται συνήθως για την περίδεση… …   Dictionary of Greek

  • ἀπολινώσεως — ἀπολινώσεω̆ς , ἀπολίνωσις operation by ligature fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”